- συμπτωματικός
- συμ-πτωματικός, ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμπτωματικός — ή, ό / συμπτωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύμπτωμα, ώματος] αυτός που συμβαίνει κατά σύμπτωση, τυχαίος (α. «συμπτωματική αντιμετώπιση» β. «συμπτωματική συστοιχία», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελεί σύμπτωμα νόσου («συμπτωματικός πυρετός») 2. φρ … Dictionary of Greek
συμπτωματικός — ή, ό επίρρ. ά τυχαίος: Συμπτωματικά βρέθηκε κι αυτός στον τόπο του δυστυχήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπτωματικαί — συμπτωματικός accidental fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτωματικῆς — συμπτωματικός accidental fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτωματικήν — συμπτωματικός accidental fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτωματικῶς — συμπτωματικός accidental adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
sintomático — ► adjetivo 1 Del síntoma. 2 Que revela la inminencia de una cosa. SINÓNIMO significativo * * * sintomático, a adj. Med. De [o del] síntoma o de [los] síntoma[s]. ⊚ («de») Revelador de cierta cosa, o sea, que constituye un síntoma. * * *… … Enciclopedia Universal
επελευστικός — ἐπελευστικός, ή, όν (AM) [επέλευσις] μσν. σύντομος αρχ. 1. τυχαίος, συμπτωματικός 2. αυτός που τού αξίζει δικαστική δίωξη … Dictionary of Greek
επιρρύσμιος — ἐπιρρύσμιος, η, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου 2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω] … Dictionary of Greek
επουσιώδης — ες (AM ἐπουσιώδης, ες) αυτός που προστίθεται στην ουσία, που δεν είναι ουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. (για πυρετό) συμπτωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουσιώδης (< ουσία)] … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek